- κολαβρίζω
- κολαβρίζω (Α) [κόλαβρος]1. χορεύω τον κολαβρισμό*2. παθ. κολαβρίζομαιχλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολαβρισθείη — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρισθείησαν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρίζειν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαβρίζω — (Α) βλ. κολαβρίζω … Dictionary of Greek
κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* … Dictionary of Greek
κολαβρισμός — κολαβρισμός, ὁ (Α) [κολαβρίζω] είδος άγριου θρακικού χορού … Dictionary of Greek